ηλεκτρομαγνητικός

ηλεκτρομαγνητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρομαγνητισμό («ηλεκτρομαγνητικά κύματα»)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ηλεκτρομαγνήτη
3. φρ. «ηλεκτρομαγνητική θεωρία» — κλασική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το φως οφείλεται στην ταυτόχρονη διάδοση ενός ηλεκτρικού και ενός μαγνητικού πεδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electromagnetic < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + magnetic (πρβλ. μαγνητικός < μαγνήτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρομαγνητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ηλεκτρομαγνητισμό: Ηλεκτρομαγνητική επαγωγή. – Ηλεκτρομαγνητικό κύμα. – Η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια μετατρέπεται σε ηχητική στη συσκευή του ραδιοφώνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλοντρο — Ηλεκτρομαγνητικός διαχωριστής ισοτόπων, που βασίζεται στην αρχή του φασματογράφου μαζών. Ένας φασματογράφος μάζας δίνει τη δυνατότητα να υπολογιστεί ο λόγος φορτίου μάζας ενός ιόντος, με βάση τη διαδοχική επίδραση ενός ηλεκτρικού και ενός… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • παλμογράφος — Ηλεκτρονικό όργανο για την παρατήρηση και τη φωτογραφική αποτύπωση μεγεθών που αλλάζουν γρήγορα, κυρίως τάσεων ή εντάσεων. Π. ονομάζεται και όργανο που καταγράφει τους παλμούς της καρδιάς καθώς και ναυτιλιακό όργανο για την καταμέτρηση του εύρους …   Dictionary of Greek

  • σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • ερτζιανός, -ή — ό και ερτσιανός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία του Γερμανού φυσικού Χερτς. 2. ηλεκτρομαγνητικός: Ερτζιανά κύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”